Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εράστρια οι εράστριες
      γενική της εράστριας των εραστριών
    αιτιατική την εράστρια τις εράστριες
     κλητική εράστρια εράστριες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

εράστρια < εραστής + -τρια

  Ουσιαστικό επεξεργασία

εράστρια θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία