Δείτε επίσης: ἀνέραστος

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ανέραστος η ανέραστη το ανέραστο
      γενική του ανέραστου της ανέραστης του ανέραστου
    αιτιατική τον ανέραστο την ανέραστη το ανέραστο
     κλητική ανέραστε ανέραστη ανέραστο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ανέραστοι οι ανέραστες τα ανέραστα
      γενική των ανέραστων των ανέραστων των ανέραστων
    αιτιατική τους ανέραστους τις ανέραστες τα ανέραστα
     κλητική ανέραστοι ανέραστες ανέραστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ανέραστος < (ελληνιστική κοινήἀνέραστος < αρχαία ελληνική ἐράω / ἐρῶ

  Επίθετο επεξεργασία

ανέραστος, -η, -ο

  1. που δεν ερωτεύεται, που ζει χωρίς έρωτα στη ζωή του
  2. (κατ’ επέκταση) άκαρδος, σκληρός

Συνώνυμα επεξεργασία

Αντώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία