Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ανερώτευτος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Δείτε επίσης
:
ανέρωτος
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συνώνυμα
1.2.2
Αντώνυμα
1.2.3
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
ανερώτευτ
ος
η
ανερώτευτ
η
το
ανερώτευτ
ο
γενική
του
ανερώτευτ
ου
της
ανερώτευτ
ης
του
ανερώτευτ
ου
αιτιατική
τον
ανερώτευτ
ο
την
ανερώτευτ
η
το
ανερώτευτ
ο
κλητική
ανερώτευτ
ε
ανερώτευτ
η
ανερώτευτ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
ανερώτευτ
οι
οι
ανερώτευτ
ες
τα
ανερώτευτ
α
γενική
των
ανερώτευτ
ων
των
ανερώτευτ
ων
των
ανερώτευτ
ων
αιτιατική
τους
ανερώτευτ
ους
τις
ανερώτευτ
ες
τα
ανερώτευτ
α
κλητική
ανερώτευτ
οι
ανερώτευτ
ες
ανερώτευτ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
ανερώτευτος
<
αν-
+
ερωτεύομαι
+
-τος
Επίθετο
επεξεργασία
ανερώτευτος, -η, -ο
που δεν τον έχουν
ερωτευτεί
, που δεν είναι δυνατόν να
ερωτευτεί
, που δεν έχει γνωρίσει τον
έρωτα
Συνώνυμα
επεξεργασία
ανέραστος
Αντώνυμα
επεξεργασία
ερωτευμένος
ερωτεύσιμος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ανερώτευτος
αγγλικά
:
unlovable
(en)
,
unloved
(en)
,
loveless
(en)