ερωτεύσιμος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ερωτεύσιμος < ερωτεύ(ομαι) + -σιμος
Επίθετο
επεξεργασίαερωτεύσιμος, -η, -ο
- που είναι δυνατόν ή αξίζει να τον ερωτευτούν
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τις λέξεις ερωτεύομαι και έρωτας