Δείτε επίσης: ανερώτευτος

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ανέρωτος η ανέρωτη το ανέρωτο
      γενική του ανέρωτου της ανέρωτης του ανέρωτου
    αιτιατική τον ανέρωτο την ανέρωτη το ανέρωτο
     κλητική ανέρωτε ανέρωτη ανέρωτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ανέρωτοι οι ανέρωτες τα ανέρωτα
      γενική των ανέρωτων των ανέρωτων των ανέρωτων
    αιτιατική τους ανέρωτους τις ανέρωτες τα ανέρωτα
     κλητική ανέρωτοι ανέρωτες ανέρωτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ανέρωτος < α- + νερώνω + -τος

  Επίθετο επεξεργασία

ανέρωτος, -η, -ο

  1. (κυριολεκτικά) που δεν έχει νερωθεί
  2. (παρωχημένο) (μεταφορικά) άβγαλτος
  3. (παρωχημένο) (μεταφορικά) μεθυσμένος

Αντώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία