ανέρωτος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ανέρωτος | η | ανέρωτη | το | ανέρωτο |
γενική | του | ανέρωτου | της | ανέρωτης | του | ανέρωτου |
αιτιατική | τον | ανέρωτο | την | ανέρωτη | το | ανέρωτο |
κλητική | ανέρωτε | ανέρωτη | ανέρωτο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ανέρωτοι | οι | ανέρωτες | τα | ανέρωτα |
γενική | των | ανέρωτων | των | ανέρωτων | των | ανέρωτων |
αιτιατική | τους | ανέρωτους | τις | ανέρωτες | τα | ανέρωτα |
κλητική | ανέρωτοι | ανέρωτες | ανέρωτα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαανέρωτος, -η, -ο
- (κυριολεκτικά) που δεν έχει νερωθεί
- (παρωχημένο) (μεταφορικά) άβγαλτος
- (παρωχημένο) (μεταφορικά) μεθυσμένος