↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο νερωμένος η νερωμένη το νερωμένο
      γενική του νερωμένου της νερωμένης του νερωμένου
    αιτιατική τον νερωμένο τη νερωμένη το νερωμένο
     κλητική νερωμένε νερωμένη νερωμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι νερωμένοι οι νερωμένες τα νερωμένα
      γενική των νερωμένων των νερωμένων των νερωμένων
    αιτιατική τους νερωμένους τις νερωμένες τα νερωμένα
     κλητική νερωμένοι νερωμένες νερωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
νερωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου νερώνω

νερωμένος, -η, -ο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία