lover
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
lover | lovers |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαlover (en)
- ο εραστής/η εράστρια, ο ερωτευμένος/η ερωτευμένη
- ⮡ February is the month of lovers.
- Ο Φεβρουάριος είναι ο μήνας των ερωτευμένων.
- ⮡ February is the month of lovers.
Πηγές
επεξεργασία
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαlover (fr)
- (ναυτικό) τυλίγω