amanto
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | amanto | amantoj |
αιτιατική | amanton | amantojn |
amanto (eo)
- ο ερωτευμένος
- ο εραστής
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | amanto | amantoj |
αιτιατική | amanton | amantojn |
amanto (eo)