παιδιατρική
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | παιδιατρική | οι | παιδιατρικές |
γενική | της | παιδιατρικής | των | παιδιατρικών |
αιτιατική | την | παιδιατρική | τις | παιδιατρικές |
κλητική | παιδιατρική | παιδιατρικές | ||
Συνήθως στον ενικό | ||||
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- παιδιατρική < ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του παιδιατρικός < παιδ- (<παῖς, παιδός) + ιατρική
Ουσιαστικό επεξεργασία
παιδιατρική θηλυκό (χωρίς πληθυντικό)
- κλάδος της ιατρικής, που ασχολείται ειδικά με την υγεία και τις ασθένειες των παιδιών
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
παιδιατρική
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
παιδιατρική
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του παιδιατρικός