Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η παιδίατρος οι παιδίατροι
      γενική του/της
του
παιδιάτρου
παιδίατρου
των παιδιάτρων
παιδίατρων
    αιτιατική τον/την παιδίατρο τους/τις
τους
παιδιάτρους
παιδίατρους
     κλητική παιδίατρε παιδίατροι
Ο δεύτερος τύπος της γενικής ενικού και αιτιατικής πληθυντικού, μόνο για το αρσενικό.
Κατηγορία όπως «βιομήχανος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

παιδίατρος < γαλλική pédiatre < pédiatr(ie). Μορφολογικά αναλύεται σε παιδ(ί) + -ίατρος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

παιδίατρος αρσενικό ή θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις παιδί και ιατρός

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία