Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η -ίατρος οι -ίατροι
      γενική του/της -ίατρου των -ίατρων
    αιτιατική τον/τη(ν) -ίατρο τους/τις -ίατρους
     κλητική -ίατρε -ίατροι
Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

-ίατρος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή -ίατρος και (λόγιο δάνειο) γαλλική -iatre[1]

  Επίθημα επεξεργασία

-ίατρος αρσενικό ή θηλυκό

β' συνθετικό λέξεων που δηλώνουν:
  1. γιατρό με συγκεκριμένη ιδιότητα
  2. την ιεραρχική θέση ενός γιατρού

Παράγωγα επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία