Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αρχικτηνίατρος οι αρχικτηνίατροι
      γενική του αρχικτηνίατρου
αρχικτηνιάτρου
των αρχικτηνίατρων
αρχικτηνιάτρων
    αιτιατική τον αρχικτηνίατρο τους αρχικτηνίατρους
αρχικτηνιάτρους
     κλητική αρχικτηνίατρε αρχικτηνίατροι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αρχικτηνίατρος < αρχι- + κτηνίατρος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αρχικτηνίατρος αρσενικό ή θηλυκό

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία