Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ανθυπίατρος οι ανθυπίατροι
      γενική του ανθυπίατρου
ανθυπιάτρου
των ανθυπίατρων
ανθυπιάτρων
    αιτιατική τον ανθυπίατρο τους ανθυπίατρους
ανθυπιάτρους
     κλητική ανθυπίατρε ανθυπίατροι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ανθυπίατρος < ανθ- (αντι-) + υπίατρος (υπ- + ιατρός)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ανθυπίατρος αρσενικό ή θηλυκό

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία