πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η οδοντίατρος οι οδοντίατροι
      γενική του/της
του
οδοντιάτρου
οδοντίατρου
των οδοντιάτρων
    αιτιατική τον/την οδοντίατρο τους/τις
τους
οδοντιάτρους
οδοντίατρους
     κλητική οδοντίατρε οδοντίατροι
Οι δεύτεροι τύποι, μόνον για το αρσενικό.
Κατηγορία όπως «κάτοικος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
ΔΦΑ : /o.ðonˈdi.a.tɾos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: οδοντίατρος
οδοντίατρος σε ώρα εργασίας

Ουσιαστικό

επεξεργασία

οδοντίατρος αρσενικό ή θηλυκό

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία