αστίατρος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
αστίατρος αρσενικό ή θηλυκό
- κρατικός γιατρός που φροντίζει για τη δημόσια υγεία στις πόλεις
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
αστίατρος
|
αστίατρος αρσενικό ή θηλυκό
|