Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αστίατρος οι αστίατροι
      γενική του αστιάτρου
αστίατρου
των αστιάτρων
    αιτιατική τον αστίατρο τους αστιάτρους
αστίατρους
     κλητική αστίατρε αστίατροι
Κατηγορία όπως «δάσκαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αστίατρος < άστ(υ) + ιατρ(ός) + -ος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αστίατρος αρσενικό ή θηλυκό

  • κρατικός γιατρός που φροντίζει για τη δημόσια υγεία στις πόλεις

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία