Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

fanatic (en)

 συνώνυμα: fanatical

  Ουσιαστικό επεξεργασία

fanatic (en)

  • κάποιος φανατικός, ιδίως σε σχέσημε τη θρησκεία του