οικοκυρικά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | οικοκυρικά | ||
γενική | των | οικοκυρικών | ||
αιτιατική | τα | οικοκυρικά | ||
κλητική | οικοκυρικά | |||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- οικοκυρικά < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου οικοκυρικός στον πληθυντικό
Ουσιαστικό
επεξεργασίαοικοκυρικά ουδέτερο στον πληθυντικό
- παλιό μάθημα στα σχολεία θηλέων για τις βασικές γνώσεις γύρω από την καθαριότητα, το μαγείρεμα, τις εργασίες που εξοικονομούσαν χρήματα στην οικογένεια (π.χ. ραπτική) και τη γενική φροντίδα του σπιτιού και των μελών της οικογένειας, όσα έπρεπε να ξέρει μια νοικοκυρά
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία οικοκυρικά