Ετυμολογία

επεξεργασία
adverbe < averbe < λατινική adverbium

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ad.vɛʁb/
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
adverbe adverbes

adverbe (fr) αρσενικό

Συγγενικά

επεξεργασία



  Ετυμολογία

επεξεργασία
adverbe < adverb- + -e

  Επίρρημα

επεξεργασία

adverbe (eo)