adverbe
Γαλλικά (fr)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Προφορά
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
adverbe | adverbes |
adverbe (fr) αρσενικό
- (γραμματική) το επίρρημα
Συγγενικά
επεξεργασίαΕσπεράντο (eo)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Επίρρημα
επεξεργασία
adverbe (eo)
- επιρρηματικά
- ĝi estas uzata adverbe - χρησιμοποιείται επιρρηματικά