Ετυμολογία

επεξεργασία
adverbe < averbe < λατινική adverbium

Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
adverbe adverbes

adverbe (fr) αρσενικό

Συγγενικά

επεξεργασία

Ετυμολογία

επεξεργασία
adverbe < adverb- + -e

Επίρρημα

επεξεργασία

adverbe (eo)