μετόχι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | μετόχι | τα | μετόχια |
γενική | του | μετοχιού | των | μετοχιών |
αιτιατική | το | μετόχι | τα | μετόχια |
κλητική | μετόχι | μετόχια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- μετόχι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική μετόχιον/μετόχιν, υποκοριστικό αρχαία ελληνική μετοχή[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /meˈto.çi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : με‐τό‐χι
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμετόχι ουδέτερο
- (θρησκεία) κτήμα, οίκημα ή ναός που ανήκει σε μοναστήρι και βρίσκεται έξω από την κυρίως περιοχή του
- Στην Οθωμανική περίοδο οι σουλτάνοι προχώρησαν σε μεγάλες κατασχέσεις και εκποιήσεις της μοναστηριακής περιουσίας και οι σύγχρονοι ιστορικοί ανακαλύπτουν όλο και συχνότερα ότι τα ίδια μετόχια άλλαζαν γεωγραφική θέση από αιώνα σε αιώνα και επισημαίνουν ότι η ρευστότητα της νομοθεσίας και της οθωμανικής διοίκησης ώθησε τους καλόγερους να μάθουν από νωρίς τους αμείλικτους κανόνες του real estate. (*)
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- μετόχι στη Βικιπαίδεια
- βακούφι
Μεταφράσεις
επεξεργασία μετόχι
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ μετόχι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας