Γαλλικά (fr)Επεξεργασία

  ΠροφοράΕπεξεργασία

ΔΦΑ : /mɔ.nas.tik/

  ΕπίθετοΕπεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
monastique monastiques

monastique (fr) αρσενικό ή θηλυκό