βακούφι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | βακούφι | τα | βακούφια |
γενική | του | βακουφιού | των | βακουφιών |
αιτιατική | το | βακούφι | τα | βακούφια |
κλητική | βακούφι | βακούφια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- βακούφι < (άμεσο δάνειο) τουρκική vakıf + -ι < αραβική (waqf)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαβακούφι ουδέτερο
- (ιστορία) (θρησκεία) κτήμα που έχει δοθεί/αφιερωθεί από τον ιδιοκτήτη του σε μοναστήρι ή ιερό καθίδρυμα
- (κατ’ επέκταση) (λαϊκότροπο) (συνήθως στον πληθυντικό) η γενικότερη ακίνητη περιουσία ενός μοναστηριού
- (συνεκδοχικά) το μοναστήρι ή η εκκλησία