↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο βακουφικός η βακουφική το βακουφικό
      γενική του βακουφικού της βακουφικής του βακουφικού
    αιτιατική τον βακουφικό τη βακουφική το βακουφικό
     κλητική βακουφικέ βακουφική βακουφικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι βακουφικοί οι βακουφικές τα βακουφικά
      γενική των βακουφικών των βακουφικών των βακουφικών
    αιτιατική τους βακουφικούς τις βακουφικές τα βακουφικά
     κλητική βακουφικοί βακουφικές βακουφικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
βακουφικός < βακούφ(ι) + -ικός

  Επίθετο

επεξεργασία

βακουφικός, -ή, -ό

  • που ανήκει σε βακούφι ή αναφέρεται σ' αυτό

Άλλες μορφές

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία