↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ μετόχιον τὰ μετόχι
      γενική τοῦ μετοχίου τῶν μετοχίων
      δοτική τῷ μετοχί τοῖς μετοχίοις
    αιτιατική τὸ μετόχιον τὰ μετόχι
     κλητική ! μετόχιον μετόχι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  μετοχίω
γεν-δοτ τοῖν  μετοχίοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μετόχιον < αρχαία ελληνική μετοχή + υποκοριστικό επίθημα -ιον < μετέχω < ἔχω

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

μετόχιον ουδέτερο

  1. μετόχι
    ※  1545, Η διαθήκη των κτιτόρων της Μονής Ρουσάνου Ιωάσαφ και Μάξιμου
    Πρὸς τοῖς δε κ(αὶ) κτήματα παντοῖα· ἀμπελῶνάς τε κ(αὶ) ἀγρούς, κήπους τε κ(αὶ) παραδείσους· κ(αὶ) μετόχια κ(αὶ) μύλωνας κ(αὶ) ζεύγη βοῶν κ(αὶ) ἵππους κ(αὶ) ἡμιόνους κ(αὶ) ἕτερα διάφορα ἐν αὐτῇ ἀφιερώσαμεν κ(αὶ) πάντα ὅσα ἦν ὑπὸ τὴν ἡμετέραν δύναμιν ἐκτησάμεθα ἐν ταύτῃ, τοῦ εἶναι ἀνελλιπῆ κ(αὶ) ἀδεᾶ τῶν χρειωδῶν αὐτῇ. (βλ. Δημήτριος Σοφιανός, περιοδικό Τρικαλινά, 12 (1992), σελ. 7-38)
  2. (κατ’ επέκταση) αγροικία ενός ιδιώτη που βρίσκεται σ' ένα κτήμα
    ※  (κρητική λογοτεχνία) Βιτσέντζος Κορνάρος (1553‑1613/14). Ἐρωτόκριτος (1590‑1610)
    Εκεί ήσαν κάμποι και βουνιά, και δάση και λαγκάδια, / χορτάρια, λούλουδα, φυτά, και βρύσες και πηγάδια, / δέντρη μ' ανθούς και με καρπούς, και δροσερά λιβάδια, / μετόχια με πολλούς βοσκούς κι αρίφνητα κουράδια. (Ερωτ. Β.633-636)

Άλλες μορφές

επεξεργασία