Κατηγορία:Μετοχές (νέα ελληνικά)
Γλώσσα: Νέα ελληνικά » Γραμματικές κατηγορίες » Μετοχές ««« « Ρηματικοί τύποι (index-ευρετήριο) |
Περισσότερα στο Παράρτημα:Επίθετα & μετοχές#Μετοχές |
Οι νεοελληνικές μετοχές είναι
- Κατηγορία:Μετοχές ενεργητικού ενεστώτα - άκλιτες (νέα ελληνικά) με επιρρηματική χρήση όπως λύνοντας, αγαπώντας, θεωρώντας
- Κατηγορία:Μετοχές παθητικού παρακειμένου (νέα ελληνικά) όπως λυμένος, αγαπημένος, θεωρημένος
- λόγιες: Κατηγορία:Μετοχές παθητικού ενεστώτα (νέα ελληνικά) βαρύτονων ρημάτων όπως θεωρούμενος
Όλα τα άλλα είδη Κατηγοριών χρόνων αφορούν αρχαιόπρεπες ή αρχαίες μετοχές που επιβιώνουν σε παγιωμένες εκφράσεις.
Υποκατηγορίες
Αυτή η κατηγορία έχει τις ακόλουθες 14 υποκατηγορίες, από 14 συνολικά.
*
Ε
Π
Σελίδες στην κατηγορία "Μετοχές (νέα ελληνικά)"
Αυτή η κατηγορία περιέχει τις ακόλουθες 200 σελίδες, από 7.004 συνολικά.
(προηγούμενη σελίδα) (επόμενη σελίδα)Α
- αβανιάζοντας
- αβανιοκαμένος
- αβγατισμένος
- αβγοκομμένος
- αβγωμένος
- αγανακτισμένος
- αγαναχτισμένος
- αγαπημένος
- αγαπώντας
- αγγελοθωρώντας
- αγγελοκαμωμένος
- αγγελοφτιαγμένος
- αγγελοφτιασμένος
- αγγιγμένος
- αγγίζοντας
- αγγλοκρατούμενος
- αγεροχτυπημένος
- αγιασμένος
- αγιογραφώντας
- αγιοκαταταγμένος
- αγιοποιημένος
- αγιοποιώντας
- αγκαζαρισμένος
- αγκαλιασμένος
- αγκιστρωμένος
- αγκυλωμένος
- αγκυροβολημένος
- αγλακώντας
- αγνοημένος
- αγνοούμενος
- αγνοώντας
- αγνωμονώντας
- αγοράζοντας
- αγορασμένος
- αγουροθερισμένος
- αγουροξυπνημένος
- αγριεμένος
- αγριεύοντας
- αγρικώντας
- αγριοκοιτώντας
- αγρυπνισμένος
- αγχωμένος
- αγωνιζόμενος
- αδειασμένος
- αδελφωμένος
- αδημοσιοποίητος
- αδιαθετώντας
- αδιαφορώντας
- αδικημένος
- αδικομοιρασμένος
- αδικοπονεμένος
- αδικοπραγώντας
- αδικοσταυρωμένος
- αδικοχαμένος
- αδρανοποιημένος
- αδυνατίζοντας
- αδυνατισμένος
- αερισμένος
- αερομεταφερόμενος
- αεροχτυπημένος
- αηδιασμένος
- αηδονολαλώντας
- αθλοθετώντας
- αθλούμενος
- αθροίζοντας
- αθροισμένος
- αθυμώντας
- αθωωμένος
- αιμάσσων
- αιματοβαμμένος
- αιματοβρεγμένος
- αιματοκυλισμένος
- αιματοκυλώντας
- αινώντας
- αισθηματολογώντας
- αισθητοποιώντας
- αισχρολογώντας
- αισχυνόμενος
- αιτιοκρατούμενος
- αιτιολογημένος
- αιτούμενος
- αιτώντας
- αιφνιδιασμένος
- αιχμαλωτισμένος
- αιωρούμενος
- ακινητοποιημένος
- ακινητώντας
- ακμάζων
- ακολουθούμενος
- ακολουθώντας
- ακονίζοντας
- ακονισμένος
- ακουμπισμένος
- ακουμπώντας
- ακουσμένος
- ακριβολογώντας
- ακριβοπληρωμένος
- ακριβοπουλημένος
- ακριβοπουλώντας
- ακροβολισμένος
- ακροπατώντας
- ακρωτηριασμένος
- ακτινοβολώντας
- ακτινογραφώντας
- ακυρολεκτώντας
- ακυρωθείς
- ακυρωμένος
- αλαλιασμένος
- αλατισμένος
- αλαφιασμένος
- αλαφροσκυμμένος
- αλαφρωμένος
- αλειμμένος
- αλεσμένος
- αλευρογυρισμένος
- αλευροποιώντας
- αλευρωμένος
- αλησμονώντας
- αλλαγμένος
- αλλάζοντας
- αλλαξοπιστώντας
- αλληθωρίζοντας
- αλληλοβοηθούμενος
- αλληλοεξαρτημένος
- αλληλοεπηρεαζόμενος
- αλληλοεπιδρώμενος
- αλληλομαχαιρωμένος
- αλληλοσυγκρουόμενος
- αλληλοτροφοδοτούμενος
- αλληλοϋποβλεπόμενος
- αλλοιωμένος
- αλλοπαρμένος
- αλλοτριωμένος
- αλογονωμένος
- αλυσοδεμένος
- αλυχτώντας
- αλφαδιασμένος
- αλωνίζοντας
- αλωνισμένος
- αμαυρωμένος
- αμβλυμμένος
- αμειβόμενος
- αμελημένος
- αμερικανίζων
- αμερικανοκρατούμενος
- αμερικανοποιημένος
- αμεροληπτώντας
- αμετασκεύαστος
- αμμοστρωμένος
- αμνηστευόμενος
- αμολημένος
- αμολώντας
- αμπαλαρισμένος
- αμπαρωμένος
- αμποδεμένος
- αμυνόμενος
- αμφιβάλλοντας
- αμφιλεγόμενος
- αμφισβητημένος
- αμφισβητούμενος
- αμφισβητώντας
- αμφιταλαντευόμενος
- αναβαθμισμένος
- αναβαθμολογημένος
- αναβαθμολογώντας
- αναβαλλόμενος
- αναβαπτισμένος
- αναβαστώντας
- αναβιωμένος
- αναβληθείς
- αναβοώντας
- αναβράζων
- αναβρασμένος
- αναγεγραμμένος
- αναγελώντας
- αναγεννημένος
- αναγεννώντας
- αναγκασμένος
- αναγνωρίζοντας
- αναγνωρισμένος
- αναγομωμένος
- αναγορευμένος
- αναγουλιασμένος
- αναγραμματισμένος
- αναγραμμένος
- αναγραφόμενος
- αναδασωμένος
- αναδειγμένος
- αναδεικνύοντας
- αναδευμένος
- αναδημιουργημένος
- αναδημιουργώντας
- αναδημοσιευμένος
- αναδιαρθρωμένος
- αναδιαρθρώνοντας
- αναδιοργανωμένος
- αναδιπλασιασμένος
- αναδιπλούμενος
- αναδιπλωμένος