Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αλληλοβοηθούμενος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
αλληλοβοηθούμεν
ος
η
αλληλοβοηθούμεν
η
το
αλληλοβοηθούμεν
ο
γενική
του
αλληλοβοηθούμεν
ου
της
αλληλοβοηθούμεν
ης
του
αλληλοβοηθούμεν
ου
αιτιατική
τον
αλληλοβοηθούμεν
ο
την
αλληλοβοηθούμεν
η
το
αλληλοβοηθούμεν
ο
κλητική
αλληλοβοηθούμεν
ε
αλληλοβοηθούμεν
η
αλληλοβοηθούμεν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
αλληλοβοηθούμεν
οι
οι
αλληλοβοηθούμεν
ες
τα
αλληλοβοηθούμεν
α
γενική
των
αλληλοβοηθούμεν
ων
των
αλληλοβοηθούμεν
ων
των
αλληλοβοηθούμεν
ων
αιτιατική
τους
αλληλοβοηθούμεν
ους
τις
αλληλοβοηθούμεν
ες
τα
αλληλοβοηθούμεν
α
κλητική
αλληλοβοηθούμεν
οι
αλληλοβοηθούμεν
ες
αλληλοβοηθούμεν
α
ομάδα 'εισαγόμενος'
,
Κατηγορία
όπως «
εισαγόμενος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
αλληλοβοηθούμενος
μετοχή
παθητικού
ενεστώτα
του ρήματος
αλληλοβοηθούμαι
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αλληλοβοηθούμενος