αλληλοσυγκρουόμενος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αλληλοσυγκρουόμενος < μετοχή ενεστώτα του παθητικού ρήματος αλληλοσυγκρούονται
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.li.lo.siŋ.ɡɾuˈo.me.nos/
- παλιότερος συλλαβισμός : αλ‐λη‐λο‐συ‐γκρου‐ό‐με‐νος
- παλιότερος συλλαβισμός : αλ‐λη‐λο‐συγ‐κρου‐ό‐με‐νος
Μετοχή
επεξεργασίααλληλοσυγκρουόμενος, -η, -ο (μετοχή παθητικού ενεστώτα) χρησιμποιείται στον πληθυντικό
- (κυριολεκτικά, μεταφορικά) που [[συγκρούομαι|συγκρούεται] με κάποιον άλλο, που συγκρούονται μεταξύ τους
- ⮡ Δεν βγάζουμε άκρη πώς έγινε το τροχαίο με αυτές τις αλληλοσυγκρουόμενες μαρτυρικές καταθέσεις.
Μεταφράσεις
επεξεργασία αλληλοσυγκρουόμενος
Πηγές
επεξεργασία- αλληλοσυγκρουόμενοι - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- αλληλοσυγκρούομαι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- αλληλοσυγκρούονται - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)