αλληλοτροφοδοτούμενος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αλληλοτροφοδοτούμενος < αλληλο- + τροφοδοτούμενος
Μετοχή
επεξεργασίααλληλοτροφοδοτούμενος
- που τροφοδοτεί ο ένας τον άλλο
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία αλληλοτροφοδοτούμενος
|