Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αλληλοτροφοδοτούμενος η αλληλοτροφοδοτούμενη το αλληλοτροφοδοτούμενο
      γενική του αλληλοτροφοδοτούμενου της αλληλοτροφοδοτούμενης του αλληλοτροφοδοτούμενου
    αιτιατική τον αλληλοτροφοδοτούμενο την αλληλοτροφοδοτούμενη το αλληλοτροφοδοτούμενο
     κλητική αλληλοτροφοδοτούμενε αλληλοτροφοδοτούμενη αλληλοτροφοδοτούμενο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αλληλοτροφοδοτούμενοι οι αλληλοτροφοδοτούμενες τα αλληλοτροφοδοτούμενα
      γενική των αλληλοτροφοδοτούμενων των αλληλοτροφοδοτούμενων των αλληλοτροφοδοτούμενων
    αιτιατική τους αλληλοτροφοδοτούμενους τις αλληλοτροφοδοτούμενες τα αλληλοτροφοδοτούμενα
     κλητική αλληλοτροφοδοτούμενοι αλληλοτροφοδοτούμενες αλληλοτροφοδοτούμενα
ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αλληλοτροφοδοτούμενος < αλληλο- + τροφοδοτούμενος

  Μετοχή επεξεργασία

αλληλοτροφοδοτούμενος

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία