αιτιοκρατούμενος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΜετοχή
επεξεργασίααιτιοκρατούμενος, -η, -ο (μετοχή παθητικού ενεστώτα)
- μετοχή ενεστώτα του παθητικού ρήματος αιτιοκρατούμαι
Μεταφράσεις
επεξεργασία αιτιοκρατούμενος
|
αιτιοκρατούμενος, -η, -ο (μετοχή παθητικού ενεστώτα)
|