Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αιτιοκρατούμενος η αιτιοκρατούμενη το αιτιοκρατούμενο
      γενική του αιτιοκρατούμενου της αιτιοκρατούμενης του αιτιοκρατούμενου
    αιτιατική τον αιτιοκρατούμενο την αιτιοκρατούμενη το αιτιοκρατούμενο
     κλητική αιτιοκρατούμενε αιτιοκρατούμενη αιτιοκρατούμενο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αιτιοκρατούμενοι οι αιτιοκρατούμενες τα αιτιοκρατούμενα
      γενική των αιτιοκρατούμενων των αιτιοκρατούμενων των αιτιοκρατούμενων
    αιτιατική τους αιτιοκρατούμενους τις αιτιοκρατούμενες τα αιτιοκρατούμενα
     κλητική αιτιοκρατούμενοι αιτιοκρατούμενες αιτιοκρατούμενα
ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Μετοχή επεξεργασία

αιτιοκρατούμενος, -η, -ο (μετοχή παθητικού ενεστώτα)

  Μεταφράσεις επεξεργασία