Ετυμολογία

επεξεργασία
αιτιοκρατούμαι < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα αἰτιοκρατοῦμαι.[1] Συγχρονικά αναλύεται σε αίτι(ο) + -ο- + κρατούμαι [2]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /e.ti.o.kɾaˈtu.me/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αι‐τι‐ο‐κρα‐τού‐μαι

αιτιοκρατούμαι (χωρίς ενεργητική φωνή)

Συγγενικά

επεξεργασία
  • Και λόγια τρίτα πρόσωπα αορίστου, ενικός: αιτοκρατείτο, πληθυντικός: αιτιοκρατούντο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. «αἰτιοκρατέομαι-οῦμαι» - Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
  2. αιτιοκρατούμαι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας