αιτιοκρατούμαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αιτιοκρατούμαι < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα αἰτιοκρατοῦμαι.[1] Συγχρονικά αναλύεται σε αίτι(ο) + -ο- + κρατούμαι [2]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /e.ti.o.kɾaˈtu.me/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αι‐τι‐ο‐κρα‐τού‐μαι
Ρήμα
επεξεργασίααιτιοκρατούμαι (χωρίς ενεργητική φωνή)
Συγγενικά
επεξεργασία- ατιοκρατούμενος
- → δείτε τη λέξη αιτιοκρατία
Κλίση
επεξεργασία- Και λόγια τρίτα πρόσωπα αορίστου, ενικός: αιτοκρατείτο, πληθυντικός: αιτιοκρατούντο
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αιτιοκρατούμαι | αιτιοκρατούμουν | θα αιτιοκρατούμαι | να αιτιοκρατούμαι | ||
β' ενικ. | αιτιοκρατείσαι | αιτιοκρατούσουν | θα αιτιοκρατείσαι | να αιτιοκρατείσαι | ||
γ' ενικ. | αιτιοκρατείται | αιτιοκρατούνταν | θα αιτιοκρατείται | να αιτιοκρατείται | ||
α' πληθ. | αιτιοκρατούμαστε | αιτιοκρατούμασταν αιτιοκρατούμαστε |
θα αιτιοκρατούμαστε | να αιτιοκρατούμαστε | ||
β' πληθ. | αιτιοκρατείστε | αιτιοκρατούσασταν αιτιοκρατούσαστε |
θα αιτιοκρατείστε | να αιτιοκρατείστε | αιτιοκρατείστε | |
γ' πληθ. | αιτιοκρατούνται | αιτιοκρατούνταν | θα αιτιοκρατούνται | να αιτιοκρατούνται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αιτιοκρατήθηκα | θα αιτιοκρατηθώ | να αιτιοκρατηθώ | αιτιοκρατηθεί | ||
β' ενικ. | αιτιοκρατήθηκες | θα αιτιοκρατηθείς | να αιτιοκρατηθείς | αιτιοκρατήσου | ||
γ' ενικ. | αιτιοκρατήθηκε | θα αιτιοκρατηθεί | να αιτιοκρατηθεί | |||
α' πληθ. | αιτιοκρατηθήκαμε | θα αιτιοκρατηθούμε | να αιτιοκρατηθούμε | |||
β' πληθ. | αιτιοκρατηθήκατε | θα αιτιοκρατηθείτε | να αιτιοκρατηθείτε | αιτιοκρατηθείτε | ||
γ' πληθ. | αιτιοκρατήθηκαν αιτιοκρατηθήκαν(ε) |
θα αιτιοκρατηθούν(ε) | να αιτιοκρατηθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω αιτιοκρατηθεί | είχα αιτιοκρατηθεί | θα έχω αιτιοκρατηθεί | να έχω αιτιοκρατηθεί | ||
β' ενικ. | έχεις αιτιοκρατηθεί | είχες αιτιοκρατηθεί | θα έχεις αιτιοκρατηθεί | να έχεις αιτιοκρατηθεί | ||
γ' ενικ. | έχει αιτιοκρατηθεί | είχε αιτιοκρατηθεί | θα έχει αιτιοκρατηθεί | να έχει αιτιοκρατηθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε αιτιοκρατηθεί | είχαμε αιτιοκρατηθεί | θα έχουμε αιτιοκρατηθεί | να έχουμε αιτιοκρατηθεί | ||
β' πληθ. | έχετε αιτιοκρατηθεί | είχατε αιτιοκρατηθεί | θα έχετε αιτιοκρατηθεί | να έχετε αιτιοκρατηθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν αιτιοκρατηθεί | είχαν αιτιοκρατηθεί | θα έχουν αιτιοκρατηθεί | να έχουν αιτιοκρατηθεί |
Μεταφράσεις
επεξεργασία αιτιοκρατούμαι
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ «αἰτιοκρατέομαι-οῦμαι» - ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
- ↑ αιτιοκρατούμαι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας