αλληλοϋποβλεπόμενος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Μετοχή
επεξεργασία
αλληλοϋποβλεπόμενος
- (λόγιο) μετοχή παθητικού ενεστώτα του ρήματος αλληλοϋποβλέπομαι
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αλληλοϋποβλεπόμενος
|
αλληλοϋποβλεπόμενος
|