Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αγγλοκρατούμενος η αγγλοκρατούμενη το αγγλοκρατούμενο
      γενική του αγγλοκρατούμενου της αγγλοκρατούμενης του αγγλοκρατούμενου
    αιτιατική τον αγγλοκρατούμενο την αγγλοκρατούμενη το αγγλοκρατούμενο
     κλητική αγγλοκρατούμενε αγγλοκρατούμενη αγγλοκρατούμενο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αγγλοκρατούμενοι οι αγγλοκρατούμενες τα αγγλοκρατούμενα
      γενική των αγγλοκρατούμενων των αγγλοκρατούμενων των αγγλοκρατούμενων
    αιτιατική τους αγγλοκρατούμενους τις αγγλοκρατούμενες τα αγγλοκρατούμενα
     κλητική αγγλοκρατούμενοι αγγλοκρατούμενες αγγλοκρατούμενα
ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /aŋ.ˈɡlo.kɾaˈtu.me.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αγ‐γλο‐κρα‐τού‐με‐νος

  Μετοχή επεξεργασία

αγγλοκρατούμενος, -η, -ο (μετοχή παθητικού ενεστώτα)

  Μεταφράσεις επεξεργασία