αγγλοκρατούμενος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /aŋ.ˈɡlo.kɾaˈtu.me.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αγ‐γλο‐κρα‐τού‐με‐νος
Μετοχή επεξεργασία
αγγλοκρατούμενος, -η, -ο (μετοχή παθητικού ενεστώτα)
- μετοχή ενεστώτα του παθητικού ρήματος αγγλοκρατούμαι
Μεταφράσεις επεξεργασία
αγγλοκρατούμενος
|