αγγλοκρατούμαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αγγλοκρατούμαι < αγγλοκρατία + -ούμαι
Ρήμα
επεξεργασίααγγλοκρατούμαι
- έχω καταληφθεί από Άγγλους, υφίσταμαι την αγγλοκρατία
Κλίση
επεξεργασία Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αγγλοκρατούμαι | αγγλοκρατούμουν | θα αγγλοκρατούμαι | να αγγλοκρατούμαι | ||
β' ενικ. | αγγλοκρατείσαι | αγγλοκρατούσουν | θα αγγλοκρατείσαι | να αγγλοκρατείσαι | ||
γ' ενικ. | αγγλοκρατείται | αγγλοκρατούνταν | θα αγγλοκρατείται | να αγγλοκρατείται | ||
α' πληθ. | αγγλοκρατούμαστε | αγγλοκρατούμασταν αγγλοκρατούμαστε |
θα αγγλοκρατούμαστε | να αγγλοκρατούμαστε | ||
β' πληθ. | αγγλοκρατείστε | αγγλοκρατούσασταν αγγλοκρατούσαστε |
θα αγγλοκρατείστε | να αγγλοκρατείστε | αγγλοκρατείστε | |
γ' πληθ. | αγγλοκρατούνται | αγγλοκρατούνταν | θα αγγλοκρατούνται | να αγγλοκρατούνται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αγγλοκρατήθηκα | θα αγγλοκρατηθώ | να αγγλοκρατηθώ | αγγλοκρατηθεί | ||
β' ενικ. | αγγλοκρατήθηκες | θα αγγλοκρατηθείς | να αγγλοκρατηθείς | αγγλοκρατήσου | ||
γ' ενικ. | αγγλοκρατήθηκε | θα αγγλοκρατηθεί | να αγγλοκρατηθεί | |||
α' πληθ. | αγγλοκρατηθήκαμε | θα αγγλοκρατηθούμε | να αγγλοκρατηθούμε | |||
β' πληθ. | αγγλοκρατηθήκατε | θα αγγλοκρατηθείτε | να αγγλοκρατηθείτε | αγγλοκρατηθείτε | ||
γ' πληθ. | αγγλοκρατήθηκαν αγγλοκρατηθήκαν(ε) |
θα αγγλοκρατηθούν(ε) | να αγγλοκρατηθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω αγγλοκρατηθεί | είχα αγγλοκρατηθεί | θα έχω αγγλοκρατηθεί | να έχω αγγλοκρατηθεί | αγγλοκρατημένος | |
β' ενικ. | έχεις αγγλοκρατηθεί | είχες αγγλοκρατηθεί | θα έχεις αγγλοκρατηθεί | να έχεις αγγλοκρατηθεί | ||
γ' ενικ. | έχει αγγλοκρατηθεί | είχε αγγλοκρατηθεί | θα έχει αγγλοκρατηθεί | να έχει αγγλοκρατηθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε αγγλοκρατηθεί | είχαμε αγγλοκρατηθεί | θα έχουμε αγγλοκρατηθεί | να έχουμε αγγλοκρατηθεί | ||
β' πληθ. | έχετε αγγλοκρατηθεί | είχατε αγγλοκρατηθεί | θα έχετε αγγλοκρατηθεί | να έχετε αγγλοκρατηθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν αγγλοκρατηθεί | είχαν αγγλοκρατηθεί | θα έχουν αγγλοκρατηθεί | να έχουν αγγλοκρατηθεί |
Μεταφράσεις
επεξεργασία αγγλοκρατούμαι
|