αγγλοκρατία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίααγγλοκρατία θηλυκό
- (ιστορία) η περίοδος αγγλικής κυριαρχίας σε ξένη χώρα καθώς και η ίδια η αγγλική κυριαρχία
- ※ Στα χρόνια της κρίσης αποδείχθηκε περιτράνως πόσο πνευματικά αλλά και συναισθηματικά νούσιμοι είναι οι Κύπριοι: αφενός διαχειρίστηκαν τα οικονομικά προβλήματά τους με μεγαλύτερη σύνεση, αφετέρου φάνηκαν η ομοψυχία και ο πατριωτισμός τους. Δεν είναι ούτε συγκυριακό ούτε τωρινό φαινόμενο. Έχοντας τα τραυματικά βιώματα της Αγγλοκρατίας και του Αττίλα, γνωρίζουν πώς να υπερασπίζονται το πολύτιμο νησί τους, προσφέροντας το περίσσευμα ή το υστέρημα στην πατρίδα. (www.kathimerini.gr, 10.04.2017)
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- αγγλοκρατούμαι
- αγγλοκρατούμενος
- → δείτε τις λέξεις Αγγλία και κρατώ
Μεταφράσεις
επεξεργασία αγγλοκρατία
Πηγές
επεξεργασία- αγγλοκρατία - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- αγγλοκρατία - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- αγγλοκρατία - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)