↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αμειβόμενος η αμειβόμενη το αμειβόμενο
      γενική του αμειβόμενου της αμειβόμενης του αμειβόμενου
    αιτιατική τον αμειβόμενο την αμειβόμενη το αμειβόμενο
     κλητική αμειβόμενε αμειβόμενη αμειβόμενο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αμειβόμενοι οι αμειβόμενες τα αμειβόμενα
      γενική των αμειβόμενων των αμειβόμενων των αμειβόμενων
    αιτιατική τους αμειβόμενους τις αμειβόμενες τα αμειβόμενα
     κλητική αμειβόμενοι αμειβόμενες αμειβόμενα
ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αμειβόμενος < μετοχή παθητικού ενεστώτα αμείβω

αμειβόμενος, -η, -ο

  1. που αμείβεται, που παίρνει αμοιβή
    η ρύθμιση πλήττει τους χειρότερα αμειβόμενους εργαζόμενους
  2. που γίνεται έναντι αμοιβής
    κάθε εισόδημα που προέρχεται από αμειβόμενη εργασία υπόκειται σε φορολόγηση
    υποστηρίζουμε την εθελοντική, μη αμειβόμενη αιμοδοσία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία