αμειβόμενων
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος μετοχής
επεξεργασίααμειβόμενων
- γενική πληθυντικού, αρσενικού γένους του αμειβόμενος
- γενική πληθυντικού, θηλυκού γένους του αμειβόμενος
- γενική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του αμειβόμενος
αμειβόμενων