Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αμερικανίζων
αμερικανίζοντας
η αμερικανίζουσα το αμερικανίζον
      γενική του αμερικανίζοντος
αμερικανίζοντα
της αμερικανίζουσας
αμερικανιζούσης*
του αμερικανίζοντος
    αιτιατική τον αμερικανίζοντα την αμερικανίζουσα το αμερικανίζον
     κλητική αμερικανίζων
αμερικανίζοντα
αμερικανίζουσα αμερικανίζον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αμερικανίζοντες οι αμερικανίζουσες τα αμερικανίζοντα
      γενική των αμερικανιζόντων των αμερικανιζουσών των αμερικανιζόντων
    αιτιατική τους αμερικανίζοντες τις αμερικανίζουσες τα αμερικανίζοντα
     κλητική αμερικανίζοντες αμερικανίζουσες αμερικανίζοντα
Ίδιες είναι οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -ων, -ουσα, -ον
Οι δεύτεροι τύποι του αρσενικού, νεότερες μορφές.
* παλιότερος λόγιος τύπος
ομάδα 'τρέχων', Κατηγορία όπως «τρέχων» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αμερικανίζων < αμερικανίζω

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.me.ɾi.kaˈni.zon/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐με‐ρι‐κα‐νί‐ζων

  Μετοχή επεξεργασία

αμερικανίζων, -ουσα, -ον

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία