αγοράζοντας άκλιτο

  • μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος αγοράζω
    ⮡  Αγοράζοντας τα παπούτσια, είδα ξαφνικά και την τσάντα. Τι να έκανα; Την πήρα.
    ⮡  Δεν θα φτιάξεις το κέφι σου αγοράζοντας ό,τι βρίσκεις μπροστά σου.