Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Μετοχή επεξεργασία

αγοράζοντας άκλιτο

  • μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος αγοράζω
    Αγοράζοντας τα παπούτσια, είδα ξαφνικά και την τσάντα. Τι να έκανα; Την πήρα.
    Δεν θα φτιάξεις το κέφι σου αγοράζοντας ό,τι βρίσκεις μπροστά σου.