αγοράζοντας
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΜετοχή
επεξεργασίααγοράζοντας άκλιτο
- μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος αγοράζω
- ⮡ Αγοράζοντας τα παπούτσια, είδα ξαφνικά και την τσάντα. Τι να έκανα; Την πήρα.
- ⮡ Δεν θα φτιάξεις το κέφι σου αγοράζοντας ό,τι βρίσκεις μπροστά σου.