Δείτε επίσης: ἀναβληθείς

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αναβληθείς < αναβάλλω

  Μετοχή επεξεργασία

αναβληθείς, αναβληθείσα, αναβληθέν

η αναβληθείσα συνεδρίαση

  Μεταφράσεις επεξεργασία