Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αμνηστευόμενος η αμνηστευόμενη το αμνηστευόμενο
      γενική του αμνηστευόμενου της αμνηστευόμενης του αμνηστευόμενου
    αιτιατική τον αμνηστευόμενο την αμνηστευόμενη το αμνηστευόμενο
     κλητική αμνηστευόμενε αμνηστευόμενη αμνηστευόμενο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αμνηστευόμενοι οι αμνηστευόμενες τα αμνηστευόμενα
      γενική των αμνηστευόμενων των αμνηστευόμενων των αμνηστευόμενων
    αιτιατική τους αμνηστευόμενους τις αμνηστευόμενες τα αμνηστευόμενα
     κλητική αμνηστευόμενοι αμνηστευόμενες αμνηστευόμενα
ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αμνηστευόμενος < μετοχή παθητικού ενεστώτα αμνηστεύομαι

  Μετοχή επεξεργασία

αμνηστευόμενος, -η, -ο


  Μεταφράσεις επεξεργασία