Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Donate Now
If this site has been useful to you, please give today.
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αμνηστευόμενος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
αμνηστευόμεν
ος
η
αμνηστευόμεν
η
το
αμνηστευόμεν
ο
γενική
του
αμνηστευόμεν
ου
της
αμνηστευόμεν
ης
του
αμνηστευόμεν
ου
αιτιατική
τον
αμνηστευόμεν
ο
την
αμνηστευόμεν
η
το
αμνηστευόμεν
ο
κλητική
αμνηστευόμεν
ε
αμνηστευόμεν
η
αμνηστευόμεν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
αμνηστευόμεν
οι
οι
αμνηστευόμεν
ες
τα
αμνηστευόμεν
α
γενική
των
αμνηστευόμεν
ων
των
αμνηστευόμεν
ων
των
αμνηστευόμεν
ων
αιτιατική
τους
αμνηστευόμεν
ους
τις
αμνηστευόμεν
ες
τα
αμνηστευόμεν
α
κλητική
αμνηστευόμεν
οι
αμνηστευόμεν
ες
αμνηστευόμεν
α
ομάδα 'εισαγόμενος'
,
Κατηγορία
όπως «
εισαγόμενος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
αμνηστευόμενος
<
μετοχή
παθητικού
ενεστώτα
αμνηστεύομαι
Μετοχή
επεξεργασία
αμνηστευόμενος
, -η, -ο
αυτός που
αμνηστεύεται
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αμνηστευόμενος