Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Μετοχή επεξεργασία

ακουμπώντας άκλιτο

  • μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος ακουμπάω / ακουμπώ
    Ακουμπώντας στο παρελθόν μας, χαιρόμαστε πιο πολύ το παρόν.
    Ισορροπεί ακουµπώντας µε µια ακµή του σε κεκλιμένο επίπεδο και με μια έδρα του σε κατακόρυφο...
    Με κατηγόρησε ότι έσπασα την πορσελάνη ακουμπώντας την στο τραπέζι! Αν είναι δυνατόν!!