ακροπατώντας
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΜετοχή
επεξεργασίαακροπατώντας άκλιτο
- μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος ακροπατάω / ακροπατώ
- ⮡ Ακροπατώντας μες τη νύχτα μην τους ξυπνήσω, σκόνταψα στο χαλί.
- ⮡ Πλησίασε ακροπατώντας για να μην ξυπνήσει το μωρό.