ακροπατώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.kɾo.paˈto/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐κρο‐πα‐τώ
Ρήμα
επεξεργασίαακροπατώ, πρτ.: ακροπατούσα, αόρ.: ακροπάτησα
- πατώ στις μύτες των ποδιών
- (μεταφορικά) βαδίζω με προσοχή και ήσυχα
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ακροπατάω - ακροπατώ | ακροπατούσα | θα ακροπατάω - ακροπατώ | να ακροπατάω - ακροπατώ | ακροπατώντας | |
β' ενικ. | ακροπατάς | ακροπατούσες | θα ακροπατάς | να ακροπατάς | ακροπάτα - ακροπάταγε | |
γ' ενικ. | ακροπατάει - ακροπατά | ακροπατούσε | θα ακροπατάει - ακροπατά | να ακροπατάει - ακροπατά | ||
α' πληθ. | ακροπατάμε - ακροπατούμε | ακροπατούσαμε | θα ακροπατάμε - ακροπατούμε | να ακροπατάμε - ακροπατούμε | ||
β' πληθ. | ακροπατάτε | ακροπατούσατε | θα ακροπατάτε | να ακροπατάτε | ακροπατάτε | |
γ' πληθ. | ακροπατάν(ε) - ακροπατούν(ε) | ακροπατούσαν(ε) | θα ακροπατάν(ε) - ακροπατούν(ε) | να ακροπατάν(ε) - ακροπατούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ακροπάτησα | θα ακροπατήσω | να ακροπατήσω | ακροπατήσει | ||
β' ενικ. | ακροπάτησες | θα ακροπατήσεις | να ακροπατήσεις | ακροπάτα - ακροπάτησε | ||
γ' ενικ. | ακροπάτησε | θα ακροπατήσει | να ακροπατήσει | |||
α' πληθ. | ακροπατήσαμε | θα ακροπατήσουμε | να ακροπατήσουμε | |||
β' πληθ. | ακροπατήσατε | θα ακροπατήσετε | να ακροπατήσετε | ακροπατήστε | ||
γ' πληθ. | ακροπάτησαν ακροπατήσαν(ε) |
θα ακροπατήσουν(ε) | να ακροπατήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ακροπατήσει | είχα ακροπατήσει | θα έχω ακροπατήσει | να έχω ακροπατήσει | ||
β' ενικ. | έχεις ακροπατήσει | είχες ακροπατήσει | θα έχεις ακροπατήσει | να έχεις ακροπατήσει | ||
γ' ενικ. | έχει ακροπατήσει | είχε ακροπατήσει | θα έχει ακροπατήσει | να έχει ακροπατήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ακροπατήσει | είχαμε ακροπατήσει | θα έχουμε ακροπατήσει | να έχουμε ακροπατήσει | ||
β' πληθ. | έχετε ακροπατήσει | είχατε ακροπατήσει | θα έχετε ακροπατήσει | να έχετε ακροπατήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν ακροπατήσει | είχαν ακροπατήσει | θα έχουν ακροπατήσει | να έχουν ακροπατήσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία πατώ στις μύτες των ποδιών
|
βαδίζω με προσοχή και ήσυχα
|