Ετυμολογία

επεξεργασία
ακροπατώ < ακρο- + πατώ

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /a.kɾo.paˈto/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐κρο‐πα‐τώ

ακροπατώ, πρτ.: ακροπατούσα, αόρ.: ακροπάτησα

  1. πατώ στις μύτες των ποδιών
  2. (μεταφορικά) βαδίζω με προσοχή και ήσυχα

  Μεταφράσεις

επεξεργασία