Ετυμολογία

επεξεργασία
ακροπατώ < ακρο- + πατώ

ακροπατώ, πρτ.: ακροπατούσα, αόρ.: ακροπάτησα

  1. πατώ στις μύτες των ποδιών
  2. (μεταφορικά) βαδίζω με προσοχή και ήσυχα

Μεταφράσεις

επεξεργασία