ακυρωθείς
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ακυρωθείς & ακυρωθέντας |
η | ακυρωθείσα | το | ακυρωθέν |
γενική | του | ακυρωθέντος & ακυρωθέντα |
της | ακυρωθείσας & ακυρωθείσης* |
του | ακυρωθέντος |
αιτιατική | τον | ακυρωθέντα | την | ακυρωθείσα | το | ακυρωθέν |
κλητική | ακυρωθείς & ακυρωθέντα |
ακυρωθείσα | ακυρωθέν | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ακυρωθέντες | οι | ακυρωθείσες | τα | ακυρωθέντα |
γενική | των | ακυρωθέντων | των | ακυρωθεισών | των | ακυρωθέντων |
αιτιατική | τους | ακυρωθέντες | τις | ακυρωθείσες | τα | ακυρωθέντα |
κλητική | ακυρωθέντες | ακυρωθείσες | ακυρωθέντα | |||
Οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -είς -εῖσα, -έν Οι δεύτεροι τύποι του αρσενικού, νεότερες μορφές. * παλιότερος λόγιος τύπος | ||||||
ομάδα 'πληγείς', Κατηγορία όπως «πληγείς» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.ci.ɾoˈθis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐κυ‐ρω‐θείς
Ετυμολογία 1
επεξεργασία- ακυρωθείς < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀκυρωθείς, μετοχή παθητικού αορίστου του ρήματος ἀκυρόω / ἀκυρῶ
Μετοχή
επεξεργασίαακυρωθείς, -είσα, -έν
- (λόγιο) μετοχή παθητικού αορίστου (ακυρώθηκα) του ρήματος ακυρώνω: που ακυρώθηκε (ακυρωμένος, που έχει ακυρωθεί
- ⮡ οι ακυρωθείσες αποφάσεις του συμβουλίου..
- ⮡ υποχρέωση ανάκλησης ατομικών διοικητικών πράξεων όμοιων με ακυρωθείσα πράξη
- ⮡ τα ακυρωθέντα πιστοποιητικά/διαβατήρια/επίσημα έγγραφα
- ⮡ τα ακυρωθέντα γκόλ του Μεξικού
- ⮡ ακυρωθέντες διαγωνισμού
- άλλες μορφές: ακυρωθέντας με νεότερες καταλήξεις
Συνώνυμα
επεξεργασία- ακυρωμένος (που έχει ακυρωθεί)
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΕτυμολογία 2
επεξεργασία- ακυρωθείς: τύπος
Ρηματικός τύπος
επεξεργασίαακυρωθείς
- β΄ πρόσωπο ενικού εξαρτημένου τύπου (ακυρωθώ) παθητικής φωνής του ακυρώνω
- ⮡ να, ας, αν, ίσως, ... ακυρωθείς (για την υποτακτική αορίστου)
- ⮡ θα ακυρωθείς (για τον στιγμιαίο μέλλοντα)