↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αερομεταφερόμενος η αερομεταφερόμενη το αερομεταφερόμενο
      γενική του αερομεταφερόμενου της αερομεταφερόμενης του αερομεταφερόμενου
    αιτιατική τον αερομεταφερόμενο την αερομεταφερόμενη το αερομεταφερόμενο
     κλητική αερομεταφερόμενε αερομεταφερόμενη αερομεταφερόμενο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αερομεταφερόμενοι οι αερομεταφερόμενες τα αερομεταφερόμενα
      γενική των αερομεταφερόμενων των αερομεταφερόμενων των αερομεταφερόμενων
    αιτιατική τους αερομεταφερόμενους τις αερομεταφερόμενες τα αερομεταφερόμενα
     κλητική αερομεταφερόμενοι αερομεταφερόμενες αερομεταφερόμενα
ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία el

επεξεργασία
αερομεταφερόμενος < αερο- + μετοχή παθητικού ενεστώτα του ρήματος μεταφέρω. Δείτε αερομεταφορά.[1][2]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /a.e.ɾo.me.ta.feˈɾo.me.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐ε‐ρο‐με‐τα‐φε‐ρό‐με‐νος

αερομεταφερόμενος, -η, -ο (μετοχή χωρίς ρήμα)

  1. που μεταφέρεται με εναέριο μεταφορικό μέσο (όπως με αεροπλάνο, ελικόπτερο)
    ⮡  οι αερομεταφερόμενες μονάδες του στρατού (στρατιωτικός όρος)
  2. που διαδίδεται μέσω του αέρα (όπως ο ήχος, ιοί, ουσίες)
     αντώνυμα: εδαφομεταφερόμενος

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. αερομεταφερόμενος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)