airborne
Αγγλικά (en)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Επίθετο
επεξεργασία
airborne (en)
- (αεροπορικός όρος) αερομεταφερόμενος
- (αεροπορικός όρος) (ως επίρρημα) εν πτήσει
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
airborne | airbornes |
airborne (en)
- (στρατιωτικός όρος) στρατιωτική μονάδα που αερομεταφέρεται προς στο πεδίο της μάχης όπου φτάνει με αλεξίπτωτο ή ελικόπτερο
Δείτε επίσης
επεξεργασία-
Airborne forces στην αγγλική Βικιπαίδεια