Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εδαφομεταφερόμενος η εδαφομεταφερόμενη το εδαφομεταφερόμενο
      γενική του εδαφομεταφερόμενου της εδαφομεταφερόμενης του εδαφομεταφερόμενου
    αιτιατική τον εδαφομεταφερόμενο την εδαφομεταφερόμενη το εδαφομεταφερόμενο
     κλητική εδαφομεταφερόμενε εδαφομεταφερόμενη εδαφομεταφερόμενο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εδαφομεταφερόμενοι οι εδαφομεταφερόμενες τα εδαφομεταφερόμενα
      γενική των εδαφομεταφερόμενων των εδαφομεταφερόμενων των εδαφομεταφερόμενων
    αιτιατική τους εδαφομεταφερόμενους τις εδαφομεταφερόμενες τα εδαφομεταφερόμενα
     κλητική εδαφομεταφερόμενοι εδαφομεταφερόμενες εδαφομεταφερόμενα
ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

εδαφομεταφερόμενος < έδαφ(ος) + -ο- + μεταφερόμενος, (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική ground-borne, κατά το αερομεταφερόμενος (airborne)(Χρειάζεται τεκμηρίωση…)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /e.ða.fo.me.ta.feˈɾo.me.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ε‐δα‐φο‐με‐τα‐φε‐ρό‐με‐νος

  Επίθετο επεξεργασία

εδαφομεταφερόμενος, -η, -ο

  Μεταφράσεις επεξεργασία