Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μεταφερόμενος η μεταφερόμενη το μεταφερόμενο
      γενική του μεταφερόμενου της μεταφερόμενης του μεταφερόμενου
    αιτιατική τον μεταφερόμενο τη μεταφερόμενη το μεταφερόμενο
     κλητική μεταφερόμενε μεταφερόμενη μεταφερόμενο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μεταφερόμενοι οι μεταφερόμενες τα μεταφερόμενα
      γενική των μεταφερόμενων των μεταφερόμενων των μεταφερόμενων
    αιτιατική τους μεταφερόμενους τις μεταφερόμενες τα μεταφερόμενα
     κλητική μεταφερόμενοι μεταφερόμενες μεταφερόμενα
ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

μεταφερόμενος < μετοχή παθητικού ενεστώτα του ρήματος μεταφέρω

  Μετοχή επεξεργασία

μεταφερόμενος

Αντώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία