transportable
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | transportable | transportables |
θηλυκό | transportablee | transportablees |
Επίθετο
επεξεργασίαtransportable (fr) αρσενικό ή θηλυκό
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | transportable | transportables |
θηλυκό | transportablee | transportablees |
transportable (fr) αρσενικό ή θηλυκό