Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος μετοχής επεξεργασία

αερομεταφερόμενου

  1. (αρσενικό) γενική ενικού του αερομεταφερόμενος
  2. γενική ενικού, ουδέτερου γένους του αερομεταφερόμενος