αδυνατίζοντας
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Μετοχή επεξεργασία
αδυνατίζοντας άκλιτο
- μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος αδυνατίζω
- ↪ Αδυνατίζοντας κατάφερα να ρίξω και το σάκχαρό μου.
- ↪ Αδυνατίζοντας έπεφτε σταδιακά και το σάκχαρό μου.
αδυνατίζοντας άκλιτο